- αναρπαξανδρος
- ἀναρπάξανδροςἀναρπάξ-ανδρος3похищающий мужей, т.е. губительный
(κήρ Aesch. - v. l. к ἀρπάξανδρος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κήρ Aesch. - v. l. к ἀρπάξανδρος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek